περιοδευτικάς

περιοδευτικάς
περιοδευτικά̱ς , περιοδευτικός
of a
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιοδευτικός — ή, ό / περιοδευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιοδεύω] 1. ο σχετικός με την περιοδεία ή με αυτόν που περιοδεύει αρχ. 1. ο ικανός να περιλάβει σύνολο γνώσεων και παρατηρήσεων («ψυχικὰς κινήσεις τῶν ἰδίως καλουμένων μαθημάτων περιοδευτικάς», Πτολεμ.) 2. (για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”